σωτηρια

σωτηρια
    I.
    σωτηρία
    ион. σωτηρίη ἥ
    1) спасение, избавление
    

(σωτηρίαν τινὴ διδόναι Eur., ἐκπορίζεσθαι Thuc., ἀπεργάζεσθαι и πορίζειν Plat.)

    ἐπὴ τῇ τῆς ψυχῆς σωτηρίᾳ Plat. — ради спасения жизни

    2) средство к спасению, способ избавления Aesch., Arph.
    

ἔχεις τινὰ σωτηρίαν ; Eur. — знаешь ли ты, как спастись?

    3) безопасность или сохранность, целость
    

(τῶν πόλεων σωτηρίαι Plat.)

    σωτηρίαν ἔχειν Soph. — быть в безопасности

    4) обеспечение безопасности, охрана
    

(ὁδῶν καὴ οἰκοδομημάτων Arst.)

    σωτηρίας ἕνεκα τῶν σωμάτων Plat. — для обеспечения личной безопасности

    5) юр. обеспечение, гарантия
    

(τῶν ὑποκειμένων Dem.)

    6) благополучное возвращение
    

(ἐς τέν πατρίδα Thuc.; οἴκαδε Dem.)

    7) благо, счастье
    

τοῦ κοινοῦ σ. Thuc. — общественное благо

    II.
    σωτήρια
    τά
    1) спасение, избавление Soph., Arst.
    2) (sc. ἱερά) благодарственная жертва за избавление Xen.
    3) отхожее место
    

(ἐν προαστείῳ Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Полезное


Смотреть что такое "σωτηρια" в других словарях:

  • σωτηρία — σωτηρίᾱ , σωτηρία deliverance fem nom/voc/acc dual σωτηρίᾱ , σωτηρία deliverance fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σωτηρία — Σωτηρίᾱ , Σωτηρία deliverance fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σωτηρίᾳ — Σωτηρίᾱͅ , Σωτηρία deliverance fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σωτήρια — Σωτηρία deliverance fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωτηρία — I Ρωμαϊκή θεότητα (Salus). Η πρώτη αναφορά της γίνεται στα έπη των Σαλίων, μαζί με της Ειρήνης και της Ομόνοιας. Οι τρεις αυτές θεές προστάτευαν την κοινωνία και την πολιτεία. Αργότερα ταυτίστηκε με τη θεά Τύχη (Fortuna) και στον 3o π.Χ. αι.… …   Dictionary of Greek

  • σωτηρίᾳ — σωτηρίαι , σωτηρία deliverance fem nom/voc pl σωτηρίᾱͅ , σωτηρία deliverance fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωτηρία — η 1. η απαλλαγή από κάποιο κακό, λύτρωση, γλιτωμός, σώσιμο. 2. φρ., «η σωτηρία της ψυχής», η λύτρωση από την αμαρτία· «σανίδα σωτηρίας», βοήθεια που σώζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σωτήριᾳ — Σωτήριαι , Σωτηρία deliverance fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωτήρια — σωτήριος saving neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία. — γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία. См. Хорошая жена юрт …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Μπέλλου, Σωτηρία — (Δροσιά Εύβοιας 1921 – Αθήνα, 1997). Τραγουδίστρια του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού. Καταγόταν από σχετικά εύπορη οικογένεια που το 1940 μετοίκησε στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής τραγουδούσε και έπαιζε κιθάρα σε ταβέρνες – συνελήφθη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»